- ρούνοι
- οιτα σημάδια της παλιάς γραφής των Τευτόνων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρούνοι — οι, Ν σημεία γραφής τών αρχαίων βορειογερμανικών φύλων, από μετασχηματισμό τού ελληνικού και τού λατινικού αλφαβήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rune < αρχ. αγγλ. run «μυστικό, μυστήριο» < γοτθ. runa «μυστικό, μυστήριο»] … Dictionary of Greek
ρουνικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ρούνους (α. «ρουνική γραφή» β. «ρουνικό αλφάβητο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ρούνοι. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek